- διασταλτός
- -ή, -όαυτός που μπορεί να διασταλεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διασταλτός — ή, ό 1. αυτός που είναι δυνατόν να διασταλεί. 2. το ουδ. ως ουσ., διασταλτό η διασταλτικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φίδια — (οφίδια). Υπόταξη της ομοταξίας των ερπετών, που αποτελούν, μαζί με τα σαυροειδή, την τάξη των λεπιδωτών. Τα φ. παρουσιάζουν διάφορα τυπικά χαρακτηριστικά, μεταξύ των οποίων κυρίως το σχήμα, πάντοτε επίμηκες, και η έλλειψη άκρων (μόνο σε μερικά… … Dictionary of Greek